- πανάφθορος
- παν-ά-φθιτος, u. παν-ά-φθορος, ganz unzerstörbar, unvergänglich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανάφθορος — πανάφθορος, ον (Α) (για την Θεοτόκο) αυτός που δεν υπέστη καμία φθορά, εντελώς άφθαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄφθορος] … Dictionary of Greek